- χαρτηρά
- και χαρταρέα, ἡ, Α1. φόρος σε χαρτί από πάπυρο2. κόστος τού καταναλισκόμενου χαρτιού3. (με περιλπτ. σημ.) χαρτιά, χαρτικά («γραφείου καὶ χαρτηρᾶς», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός επιθ. *χαρτηρός (< χάρτης + κατάλ. -ηρός), πρβλ. ὀθονι-ηρά].
Dictionary of Greek. 2013.